χαροπαλεύω

χαροπαλεύω
χαροπάλεψα
1. παλεύω με το Χάρο, ψυχομαχώ: Χαροπαλεύει και έφεραν τον παπά να τον μεταλάβει.
2. αγωνίζομαι πολύ για να τα βγάλω πέρα, τσακίζομαι: Χαροπαλεύει για να επαρκέσει στις ανάγκες της πολυμελούς οικογένειας του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαροπαλεύω — χαροπαλεύω, χαροπάλεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαροπαλεύω — Ν 1. παλεύω με τον θάνατο, ψυχορραγώ 2. (γενικά) αγωνίζομαι να σωθώ από καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρος + παλεύω] …   Dictionary of Greek

  • χαροπάλεμα — το, Ν [χαροπαλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαροπαλεύω …   Dictionary of Greek

  • ψυχορραγώ — ψυχορραγῶ, έω, ΝΜΑ [ψυχορραγής] χαροπαλεύω, ψυχομαχώ …   Dictionary of Greek

  • ψυχορραγώ — ψυχορράγησα, ψυχομαχώ, βρίσκομαι σε επιθανάτια αγωνία, χαροπαλεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”